ξυλόκολλα

ξυλόκολλα
η
κόλλα για τη συγκόλληση ξύλων, αλλ. ψαρόκολλα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξυλοκόλλα — ξυλοκόλλᾱ , ξυλοκόλλα glue for wood fem nom/voc/acc dual ξυλοκόλλᾱ , ξυλοκόλλα glue for wood fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλόκολλα — η (Α ξυλοκόλλα) κόλλα που χρησιμοποιείται για τη συγκόλληση ξύλων …   Dictionary of Greek

  • ξυλοκόλλαν — ξυλοκόλλᾱν , ξυλοκόλλα glue for wood fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… …   Dictionary of Greek

  • ξηροκόλλα — ξηροκόλλα, ἡ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «σύνθεσίς τις παρὰ τοῑς χρυσουργοῑς» 2. ξυλόκολλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + κόλλα] …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”